17. Οι γείτονες των Βυζαντινών
Το Βυζάντιο και οι γειτονικοί λαοί 18. Πέρσες και Άβαροι συμμαχούν εναντίον του Βυζαντίου
Χάρτης εκστρατείας του Ηράκλειου
και των κινήσεων των εχθρών. 19. Οι Βυζαντινοί και οι Άραβες |
Χάρτης που απεικονίζει τις κινήσεις των Αράβων και τις περιοχές που αυτοί κατέλαβαν στην
Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη.
Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη.
20. Η φύλαξη των ανατολικών συνόρων
και οι Ακρίτες
Τα ακριτικά τραγούδια
Για το πέρασμα του Διγενή από την Κρήτη, μιλούν και τα ριζίτικα τραγούδια, που τραγουδιούνται ακόμη στο νησί και κρατούν ζωντανή τη μνήμη της παλικαριάς και του άδικου θανάτου του:
«Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο απάνω κόσμος.
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
και η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, της γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδρασκέλιζε, βουνών κορφές επήδα.
Στο γλάκιο6 πιάνει ο νιος λαγό, στον πήδο πιάνει αγρίμι,
την πέρδικα την πλουμιστή ξοπίσω την αφήνει.
Ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά7 μακριά τόνε βιγλίζει
κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του επήρε».
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο απάνω κόσμος.
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
και η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, της γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδρασκέλιζε, βουνών κορφές επήδα.
Στο γλάκιο6 πιάνει ο νιος λαγό, στον πήδο πιάνει αγρίμι,
την πέρδικα την πλουμιστή ξοπίσω την αφήνει.
Ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά7 μακριά τόνε βιγλίζει
κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του επήρε».
Συλλογή Στίλπωνος Κυριακίδου.
ΚΙ ΑΛΛΑ ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΤΟΥ
ΜΙΚΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Ο
Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι.
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη."
Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλλεψέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
πλάγια κοκκινίζαν.
'ρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ' τη ζάλη.
-Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς, καμιά να μη λυγίσει,
και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε νά μπουμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"
'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης,
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.
'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι.
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη."
Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλλεψέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
πλάγια κοκκινίζαν.
'ρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ' τη ζάλη.
-Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς, καμιά να μη λυγίσει,
και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε νά μπουμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"
'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης,
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.
'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."
2
(Ή
κλεφτοπούλα.)
Ποιος είδε ψάρι 'ς το βουνό και θάλασσα σπαρμένη,
ποιος είδε κόρη λυγερη 'ς τα κλέφτικα ντυμένη;
Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ' αρματωλούς και κλέφταις,
κανείς και δεν τη γνώρισε ναπό τη συντροφιά της.
Και μιαν αυγή και μια λαμπρή, μια πίσημον ημέρα
βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρήξουν το λιθάρι.
Εκόπη τασημόκουμπο κ' εφάνη το βυζί της.
Κανένας δεν τη λόγιασε από τα παλληκάρια,
μα να μικρό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της.
"Τι έχεις, βρε βλάμη, και γελά, τι έχεις και χαμοβλέπεις;
-Είδα τον ήλιο πόλαμψε κ' έφεξε το φεγγάρι,
είδα και το βυζάκι σου που είν' άσπρο σαν το χιόνι.
-Σώπα, μωρέ κλεφτόπουλο, μιλιά μη μολογήσης,
και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω,
για να βαστάς το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι.
-Εγώ δε θέλω ψυχογιός, βαριά να με πλουτίσης,
για να βαστώ το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι,
μόν' θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρης άντρα.
-Που ειπή το "θέλω", εις εμέ πρέπει και νά ναι άξιος,
νά ναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπολεμάρχος.
-Το ζήτημά σου είναι βαρύ, μα α θέλη ο θιός θα γίνη,
α θέλη ο θιός να μ' αγαπάς, ο πρώτος ούλων είμαι.
Δείξε μου πού ναι οι φωτιαίς, οι σπαθισμοί, τα βόλια,
κ' εγώ για την αγάπη σου θα πέσω πρώτος 'ς ούλα."
Ποιος είδε ψάρι 'ς το βουνό και θάλασσα σπαρμένη,
ποιος είδε κόρη λυγερη 'ς τα κλέφτικα ντυμένη;
Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ' αρματωλούς και κλέφταις,
κανείς και δεν τη γνώρισε ναπό τη συντροφιά της.
Και μιαν αυγή και μια λαμπρή, μια πίσημον ημέρα
βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρήξουν το λιθάρι.
Εκόπη τασημόκουμπο κ' εφάνη το βυζί της.
Κανένας δεν τη λόγιασε από τα παλληκάρια,
μα να μικρό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της.
"Τι έχεις, βρε βλάμη, και γελά, τι έχεις και χαμοβλέπεις;
-Είδα τον ήλιο πόλαμψε κ' έφεξε το φεγγάρι,
είδα και το βυζάκι σου που είν' άσπρο σαν το χιόνι.
-Σώπα, μωρέ κλεφτόπουλο, μιλιά μη μολογήσης,
και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω,
για να βαστάς το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι.
-Εγώ δε θέλω ψυχογιός, βαριά να με πλουτίσης,
για να βαστώ το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι,
μόν' θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρης άντρα.
-Που ειπή το "θέλω", εις εμέ πρέπει και νά ναι άξιος,
νά ναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπολεμάρχος.
-Το ζήτημά σου είναι βαρύ, μα α θέλη ο θιός θα γίνη,
α θέλη ο θιός να μ' αγαπάς, ο πρώτος ούλων είμαι.
Δείξε μου πού ναι οι φωτιαίς, οι σπαθισμοί, τα βόλια,
κ' εγώ για την αγάπη σου θα πέσω πρώτος 'ς ούλα."
Ο ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΙ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΟΥ
Άρκοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένη τάβλαν,
σε μαρμαρένη κι' αργυρή και σε μαλαματένη,
κι' ούλοι τρώσι και πίνουσι κι' αθιολή δε φέρνου,
κι' ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει,
τ' ακράνη του τ' Ανδρόνικου, του νιου του παινεμένου.
"Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρο καβαλλικεύγεις.
Μαθθαίνεις το να περπατή, μαθθαίνεις το να δρέμη,
μαθθαίνεις το να έχεται τον όχλον του πολέμου,
μαθθαίνεις τον και της στεριάς ωσάν και του πελάου,
ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου".
Άρκοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένη τάβλαν,
σε μαρμαρένη κι' αργυρή και σε μαλαματένη,
κι' ούλοι τρώσι και πίνουσι κι' αθιολή δε φέρνου,
κι' ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει,
τ' ακράνη του τ' Ανδρόνικου, του νιου του παινεμένου.
"Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρο καβαλλικεύγεις.
Μαθθαίνεις το να περπατή, μαθθαίνεις το να δρέμη,
μαθθαίνεις το να έχεται τον όχλον του πολέμου,
μαθθαίνεις τον και της στεριάς ωσάν και του πελάου,
ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου".